- πρόφρασσα
- πρό - φρασσα, fem. of πρόφρων: cheerful(ly), serious(ly), in earnest, Od. 10.386.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
πρόφρασσα — ἡ, Α βλ. πρόφρων … Dictionary of Greek
πρόφρασσα — προφράζω tell aor ind act 1st sg (homeric ionic) προφράζω tell aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόφρων — ο, η, ΝΜΑ, και θηλ. επικ. τ. πρόφρασσα Α ως επίθ. 1. αυτός που είναι διατεθειμένος να κάνει με προθυμία κάτι (α. «πρόφρων κατένευσε Κρονίων», Ομ. Ιλ. β. «πρόφρων σε Ἑρμῆς Ἅιδης τε δέχοιτο», Ευρ.) 2. πρόθυμος, γεμάτος ζήλο («ἀμύνοι πρόφρονι θυμῷ» … Dictionary of Greek
πρόφρασσ' — πρόφρασσαι , προφράζω tell aor imperat mid 2nd sg πρόφρασσαι , προφράζω tell aor imperat mid 2nd sg πρόφρασσα , προφράζω tell aor ind act 1st sg (homeric ionic) πρόφρασσα , προφράζω tell aor ind act 1st sg (homeric ionic) πρόφρασσε , προφράζω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)